- αποδεκάτισμα
- το , αποδεκάτισμός ο1) опустошение; истребление; мор; 2) ист. взимание десятины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδεκάτισμα — το καταστροφή, αφανισμός, φθορά πληθυσμού ή αγέλης ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποδεκατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel] … Dictionary of Greek
αποδεκατισμός — αποδεκατισμός, ο και αποδεκάτισμα, το, ατος μεγάλη φθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)